- φουστανελάς
- οπληθ. -άδες, ο φουστανελοφόρος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουστανελάς — ο, Ν αυτός που φορεί φουστανέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουστανέλα + κατάλ. άς (πρβλ. γαλον άς)] … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
γαντζούδι — το 1. μικρός γάντζος 2. ασημένια πόρπη στη ζώνη τής φουστανέλας … Dictionary of Greek
γελέκι — και γελέκο και γιλέκο, το και γελέκος, ο 1. ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κουμπώνει μπροστά 2. τα γελέκια το πανωκόρμι της φουστανέλας 3. φρ. «του κόβω τα γελέκια» τον κουτσομπολεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γελέκι < … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
φουστανελοφόρος — ο, Ν φουστανελάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουστανέλα + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
Δημόπουλος, Ντίνος — (Άρτα 1921 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε στη δραματική σχολή Γιαννούλη Σαραντίδη και ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ίδρυσε δραματική σχολή, της οποίας υπήρξε και καθηγητής. Ασχολήθηκε με διάφορα είδη ταινιών… … Dictionary of Greek